- εμβληματολογία
- ηεπιστημονικός κλάδος που μελετά τα εμβλήματα, οικοσημολογία, εραλδική.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμβληματολογία — η ερμηνευτική μελέτη των εμβλημάτων, η οικοσημολογία, η εραλδική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
εραλδικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα οικόσημα ή στα εμβλήματα (α. «εραλδική παράσταση» β. «εραλδικό σχήμα») 2. το θηλ. ως ουσ. η εραλδική η ειδικότητα στη μελέτη οικοσήμων και εμβλημάτων, οικοσημολογία, εμβληματολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ.… … Dictionary of Greek